Σύλβια Πλαθ: Άκρη
Σύλβια Πλάθ, μια από τις συμαντικότερες ποιήτριες της αγγλόφωνης λογοτεχνίας του 20ου αιώνα. Για το ποιητικό της έργο έχουν πλεχθεί πολυάριθμα εγκώμια τόσο ενώ βρισκόταν εν ζωή, όσο και μετά το θάνατό της. Μια προσωπικότητα βαθιά διαταραγμένη, ιδρυματοποιήθηκε πολλές φορές λόγω της κατάθλιψης και της διπολικής διαταραχής που την ταλάνιζε.
Το “Edge” γράφτηκε έξι ημέρες πριν βάλει τέλος στη ζωή της, το Φεβρουάριο του 1963, εισπνέοντας γκάζι από τον οικιακό της φούρνο. Το ποίημα πραγματεύεται το θάνατο μιας γυναίκας η οποία μόνο νεκρή είναι “τελειοποιημένη”, σαν ο θάνατος να της έφερε την ολοκλήρωση που δεν γνώρισε στη ζωή της. Η Πλαθ παρουσιάζει την αυτοκτονία σαν κάτι το απενοχοποιημένο, καθώς, όπως πίστευαν και οι αρχαίοι Έλληνες, μπορεί να θεωρηθεί ως τιμητική πράξη.
Γραμμένο σε λακωνικά δίστιχα, χωρίς ομοιοκαταληξία, είναι ένα ποίημα με αρκετά έντονες και, πολλές φορές, σκληρές εικόνες. Κάνοντας αναφορά στην Μήδεια, η οποία, σύμφωνα με την Ελληνική μυθολογία, εκδικήθηκε τον άντρα της Ιάσονα σκοτώνοντας τα παιδιά τους, παρουσιάζει την αυτοκτονία απενοχοποιημένα, ως ένα μέσο απελευθέρωσης. Η γυναίκα έχει τα πεθαμένα παιδιά της κουλουριασμένα πλάι της σαν “λευκά ερπετά”, εικόνα αρκετά αντισυμβατική για την περιγραφή ενός παιδιού, και τα ξαναμαζεύει μέσα της προσδίδοντας έναν απόκοσμο τόνο. Γενικότερα το ποίημα δεν έχει ως στόχο να ικανοποιήσει τον αναγνώστη αλλά έχει μια αύρα αποστασιοποίησης από την πραγματικότητα και έναν μακάβριο χαρακτήρα.
Παρ’όλα αυτά ένα ποίημα δεν έχει ένα μόνο υποβόσκον μήνυμα επομένως, μην περιοριστείτε στην δική μου ερμηνεία καθώς το διαβάζετε αλλά τολμήστε να σχηματίσετε τη δική σας.
Το ποίημα:
Edge By Sylvia Plath The woman is perfected. Her dead Body wears the smile of accomplishment, The illusion of a Greek necessity Flows in the scrolls of her toga, Her bare Feet seem to be saying: We have come so far, it is over. Each dead child coiled, a white serpent, One at each little Pitcher of milk, now empty. She has folded Them back into her body as petals Of a rose close when the garden Stiffens and odors bleed From the sweet, deep throats of the night flower. The moon has nothing to be sad about, Staring from her hood of bone. She is used to this sort of thing. Her blacks crackle and drag.
“Edge” from Collected Poems. Source: Poetry Foundation
Άκρη (Μετάφραση Κατερίνα Νικολάου) Η γυναίκα είναι τελειοποιημένη Το νεκρό Σώμα της φορά το χαμόγελο της επιτυχίας, Η ψευδαίσθηση μιας Ελληνικής αναγκαιότητας Ρέει στους μαιάνδρους της τηβέννου της, Τα γυμνά της Πόδια μοιάζουν να λένε: Έχουμε φτάσει τόσο μακριά, τελείωσε. Κάθε νεκρό παιδί κουλουριασμένο, ένα λευκό ερπετό, Ένα σε κάθε μικρή Κανάτα γάλα τώρα αδειανή. Τα έχει ξαναμαζέψει Μέσα στο κορμί της σαν πέταλα Ενός τριαντάφυλλου κλειστού όταν ο κήπος Σκληραίνει και οι δυσωδίες ματώνουν Από τα γλυκά, βαθιά λαρύγγια του νυχτολούλουδου. Το φεγγάρι δεν έχει τίποτα να λυπηθεί Χαζεύοντας από τη γειτονιά των οστών της. Έχει συνηθίσει σε αυτή την κατάσταση. Οι μαύρες της κροταλίζουν και σέρνονται.
5 σχόλια
Παράθεση:
Παράθεση:
Παράθεση:
Παράθεση:
Παράθεση: