Αφιέρωμα σε έναν “ευτυχεσμένο” άνθρωπο
Αυτόν το μήνα θέλω να τιμήσω έναν αγαπημένο μου, ρεαλιστικά ερωτικό, πρόσφατα θανών ποιητή. Σε ένα έτος στο οποίο έχουν αφήσει την επίγεια ζωή πολλές σημαντικές προσωπικότητες της ελληνικής λογοτεχνίας, ακόμα ένας εξέχων ποιητής ήρθε να προστεθεί στη λίστα. Ο λόγος φυσικά για τον Κωνσταντίνο Δημητριάδη, ή εις κόσμον γνωστό Ντίνο Χριστιανόπουλο.
Πολλά έχουν ειπωθεί για αυτόν το λογοτέχνη και δεν είναι όλα θετικά. Ένας άνθρωπος που έζησε πενιχρά παιδικά χρόνια, υβρίστηκε και λογοκρίθηκε για την ποίησή του, όμως δεν σταμάτησε την τέχνη του για κανέναν παραμόνο όταν ένιωσε αυτός πως ήρθε η ώρα να σταματήσει.
Εγκαταλείπω την Ποίηση
Ἐγκαταλείπω τὴν ποίηση δὲ θὰ πεῖ προδοσία,
Ντίνος Χριστιανόπουλος, Ποιήματα 1949-1960, Εκδόσεις Διαγωνίου, Θεσσαλονίκη 1962, σ. 81
δὲ θὰ πεῖ ἀνοίγω ἕνα παράθυρο γιὰ τὴ συναλλαγή.
Τέλειωσαν πιὰ τὰ πρελούδια, ἦρθε ἡ ὥρα τοῦ κατακλυσμοῦ.
Ὅσοι δὲν εἶναι ἀρκετὰ κολασμένοι πρέπει ἐπιτέλους νὰ σωπάσουν,
νὰ δοῦν μὲ τί καινούριους τρόπους μποροῦν νὰ ἀπαυδήσουν τὴ ζωή.
Ἐγκαταλείπω τὴν ποίηση δὲ θὰ πεῖ προδοσία.
Νὰ μὴ μὲ κατηγορήσουν γιὰ εὐκολία, πὼς δὲν ἔσκαψα βαθιά,
πὼς δὲ βύθισα τὸ μαχαίρι στὰ πιὸ γυμνά μου κόκαλα.
ὅμως εἶμαι ἄνθρωπος κι ἐγώ, ἐπιτέλους κουράστηκα, πῶς τὸ λένε,
κούραση πιὸ τρομαχτικὴ ἀπὸ τὴν ποίηση ὑπάρχει;
Ἐγκαταλείπω τὴν ποίηση δὲ θὰ πεῖ προδοσία.
Βρίσκει κανεὶς τόσους τρόπους νὰ ἐπιμεληθεῖ τὴν καταστροφή του.
Καθώς διαβάζω μία συνέντευξή του βρίσκω τον εαυτό μου να χαμογελάει, λίγο για την απενοχοποιημένη αθυροστομία του και λίγο για την αλήθεια του λόγου του. Αυθέντικός άνθρωπος! Κατατρεγμένος τόσο από την κοινωνία όσο και από ομότεχνούς του μα ποτέ δε χαμήλωσε το κεφάλι.
Σχόλιο
Ένας ωραίος άντρακλας μου έφερε ένα τετράδιο με στίχους τραγουδιών του. Σε κάποιο απ’ αυτά, απευθύνονταν «σ’ έναν ποιητή ομοφυλόφιλο» και τού ’λεγε πως ευχαρίστως θα του ξέσκιζε τον κώλο, αν έτσι τον βοηθούσε να γράψει ένα ποίημα. Πήρα μολύβι και σημείωσα από κάτω: «Γελιέστε αν νομίζετε πως έτσι γράφονται τα ποιήματα. Το ποίημα δεν βγαίνει από το ξέσκισμα του κώλου, αλλά από το ξέσκισμα της ψυχής»
Ντίνος Χριστιανόπουλος, Νεκρή Πιάτσα, Εκδόσεις Μπιλιέτο, 1997, σ. 9
Ο τρόπος που μιλάει για τον έρωτα, την προσμονή, την ένωση των εραστών ξυπνάει εικόνες βγαλμένες από τη ζωή και καταδεικνύει μία μελαγχολία και πολλές φορές μία κυνική ειλικρίνεια απενοχοποιώντας το σεξουαλικό λόγο, κάτι για το οποίο δέχθηκε δριμύεια κριτική.
Έρωτας
Νὰ σοῦ γλείψω τὰ χέρια, νὰ σοῦ γλείψω τὰ πόδια –
ἡ ἀγάπη κερδίζεται μὲ τὴν ὑποταγή.
Δὲν ξέρω πῶς ἀντιλαμβάνεσαι ἐσὺ τὸν ἔρωτα.
Δὲν εἶναι μόνο μούσκεμα χειλιῶν,
φυτέματα ἀγκαλιασμάτων στὶς μασχάλες,
συσκότιση παραπόνου,
παρηγοριὰ σπασμῶν.
Εἶναι προπάντων ἐπαλήθευση τῆς μοναξιᾶς μας,
ὅταν ἐπιχειροῦμε νὰ κουρνιάσουμε σὲ δυσκολοκατάχτητο κορμί.
Μεγάλη του αγάπη τα λογοπαίγνια, πιο γνωστό το κάβλα με το οποίο, όπως λέει σε μία άλλη συνέντευξή, του αρέσει να αντικαθιστά τη φράση “είμαι καλά” με τη φράση “είμαι καβλά”. Κι άλλο ένα, πιο στοχαστικό αυτή τη φορά, σε ένα απο τα μακροσκελή ποιήματά του, “Το κορμί και το σαράκι”:
Θανάση γιατί ἔκοψες τὸ ἄλφα ἀπὸ μπροστά;
Ντίνος Χριστιανόπουλος, απόσπασμα από Το Κορμί και το Σαράκι, Μικρά Ποιήματα, Εκδόσεις Ιανός, 1960-2006
γιὰ ἕνα γράμμα χάνεις τὴν ἀθανασία
Κλείνοντας, παραθέτω ένα προσωπικό αγαπημένο μου ποίημα, μέσα από το οποίο γνώρισα και αγάπησα τον ποιητικό λόγο του Ντίνου Χριστιανόπουλου. Σε αυτό το ποίημα ο λογοτέχνης κάνει έναν απόλυτα στοχευμένο παραλληλισμό μεταξύ της θάλασσας και του έρωτα. Ο έρωτας, όπως η θάλασσα, είναι κάτι το άγνωστο και απέραντο, πολλοί έχουν κινδυνέψει στα άδηλα νερά του μα απτόητοι συνεχίζουν τις βουτιές. Ποιός δεν έχει νιώσει μια λαχτάρα να βυθιστεί στην αναζωογονητική αγκαλιά ενός έρωτα ή την ανάγκη να δροσιστεί στο απέραντο γαλάζιο, αψηφώντας τον κίνδυνο του αγνώστου;
Η Θάλασσα
Ἡ θάλασσα εἶναι σὰν τὸν ἔρωτα:
Ντίνος Χριστιανόπουλος, Μικρά Ποιήματα, Εκδόσεις Ιανός, 1960-2006
μπαίνεις καὶ δὲν ξέρεις ἂν θὰ βγεῖς.
Πόσοι δὲν ἔφαγαν τὰ νιάτα τους –
μοιραῖες βουτιές, θανατερὲς καταδύσεις,
γράμπες, πηγάδια, βράχια ἀθέατα,
ρουφῆχτρες, καρχαρίες, μέδουσες.
Ἀλίμονο ἂν κόψουμε τὰ μπάνια
Μόνο καὶ μόνο γιατί πνίγηκαν πεντέξι.
Ἀλίμονο ἂν προδώσουμε τὴ θάλασσα
Γιατὶ ἔχει τρόπους νὰ μᾶς καταπίνει.
Ἡ θάλασσα εἶναι σὰν τὸν ἔρωτα:
χίλιοι τὴ χαίρονται – ἕνας τὴν πληρώνει.